
12 Μαρ Να, γιατί αγαπάμε τα Ελληνικά
Τα Ελληνικά είναι η μόνη γλώσσα στον κόσμο που ομιλείται και γράφεται συνεχώς επί τουλάχιστον 4.000 συναπτά έτη, καθώς ο Arthur Evans διέκρινε τρείς φάσεις στην ιστορία της Μηνωικής γραφής, εκ των οποίων η πρώτη από το 2000 π.Χ. ως το 1650 π.Χ. Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει και να πει ότι τα Αρχαία και τα Νέα Ελληνικά είναι διαφορετικές γλώσσες, αλλά κάτι τέτοιο φυσικά και είναι τελείως αναληθές.
Ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης είπε «Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία Ελληνική γλώσσα. Το να λέει ο Έλληνας ποιητής, ακόμα και σήμερα, ο ουρανός, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη, ο άνεμος, όπως το έλεγαν η Σαπφώ και ο Αρχίλοχος, δεν είναι μικρό πράγμα. Είναι πολύ σπουδαίο. Επικοινωνούμε κάθε στιγμή μιλώντας με τις ρίζες που βρίσκονται εκεί. Στα Αρχαία.».
Ο μεγάλος διδάσκαλος του γένους Αδαμάντιος Κοραής είχε isviagraotc.com πεί «Όποιος χωρίς την γνώση της Αρχαίας επιχειρεί να μελετήσει και να ερμηνεύση την Νέαν, ή απατάται ή απατά.». Ενώ ο Γιώργος Σεφέρης γράφει «Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε την ίδια γλώσσα.».
Και τέλος ο Κωνσταντίνος Τσάτσος έγραψε:
Γλώσσα καὶ ἔθνος. Δὲν ἀγαπῶ τὴν διατύπωση. Εἶναι πολὺ ἀόριστη. Γλώσσα καὶ ἐθνικὸς πολιτισμός, ἴσως θὰ ἦταν μία καλλίτερη διατύπωση…
Ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ γλώσσα εἶναι δύο ἀέναα ἐξελισσόμενα στοιχεῖα. Ἡ γλώσσα εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ἔνυλες ἐκφράσεις κάθε πολιτισμοῦ. Ὅσο πιὸ προηγμένος εἶναι ὁ πολιτισμὸς ἑνὸς ἔθνους, τόσο πιὸ πλούσιες σὲ προϊστορία, καὶ συνεπῶς καὶ σὲ οὐσία, εἶναι οἱ λέξεις τῆς γλώσσας. Ἡ γλώσσα ἀποβλέπει στὴ συνεννόηση, ὄχι ὅμως μόνο γιὰ τὰ καθημερινὰ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διατύπωση ὑψηλότερων διανοημάτων, δηλαδὴ τὴ διατύπωση ἀποχρώσεων μὲ αὐστηρὴ ἀκριβολογία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ γλώσσα χρειάζεται ἱκανότητα νὰ ἐκφράζη καθαρὰ ὅλες τὶς λογικὲς μορφὲς τῆς σκέψης. Ἀλλὰ ἡ γλώσσα πρέπει νὰ ἐκφράζη καὶ ἄλογα στοιχεῖα, καὶ νὰ διεγείρη συναισθήματα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἀκούει τὰ ἐκφραζόμενα. Μὲ τὴ γλώσσα ἑπομένως μεταδίδομε λογικοὺς συνειρμοὺς καὶ διεγείρομε συναισθήματα.
Ἡ γλώσσα εἶναι γι᾿ αὐτὸ ὁ πιὸ ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς ἱστορικῆς του συνείδησης καὶ τῆς ἱστορικῆς του συνέχειας. Τὸ σημαντικότερο πιστοποιητικὸ ὅτι εἴμαστε ἕνα Γένος ἀδιάσπαστο στὴ συνέχειά του, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ὣς σήμερα, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἑνότητα τῆς γλώσσας, πιστοποιητικὸ ποὺ ἀνατρέπει ἑκατὸ αἰσθησιοκρατικὲς αἱματολογίες τύπου Φαλμεράγιερ.
Ὅλες αὐτὲς οἱ σκέψεις μὲ ὁδηγοῦν σὲ ἕνα ἐπίκαιρο συμπέρασμα γιὰ τὴ δική μας γλώσσα. Ζοῦμε σὲ μιὰ περίοδο ἐντόνως μεταβατικὴ τῆς ἐθνικῆς μας γλώσσας. Αὐτὴν τὴ μεταβατικότητα, μπορεῖ ἁπλῶς νὰ τὴ βοηθήσωμε, ἔργοις καὶ ὄχι λόγοις, ἢ ἀκριβέστερα ἔργοις ποὺ μποροῦν νὰ ἐξελιχθοῦν σὲ πνευματικὰ ἔργα. Δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ τὴ βιάσωμε. Βιάζοντάς την βιάζομε τὴν ἴδια μας τὴ συνείδηση σὲ ὅ,τι ἔχει πιὸ εὐαίσθητο. Βιάζομε τὴν αἰσθητικότητα τῆς γλώσσας μας, δηλαδὴ τὸν αἰσθητικὸ πολιτισμό μας.
Ἡ ὀρθογραφία δὲν εἶναι μόνο πρακτικὸς τρόπος τοῦ γράφειν εὔκολα, εἶναι καὶ ἱστορία. Ἡ κάθε λέξη πρέπει νὰ ὑποδηλώνει τὴν καταγωγή της. Αὐτὸς εἶναι ὁ νοηματικός της πλοῦτος. Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀνανέωσής της. Γι᾿ αὐτὸ πολὺ σιγά, καὶ κατὰ τὶς ὑπαγορεύσεις ποὺ ὡριμάζουν στὴ μεταβατικὴ περίοδο ποὺ διανύομε, προχωρῶ στὴν ἀλλαγή της. Γι᾿ αὐτὸ σὲ πολλὲς περιπτώσεις προτιμῶ τὴ λεγόμενη ἱστορικὴ ὀρθογραφία ἀπὸ τὴ μὴ ἱστορικὴ καὶ ἁπλοποιητική.
Γιὰ τὴ θεωρία τῶν ἐραστῶν τῆς γρήγορης ἁπλοποίησης θὰ ἔπρεπε νὰ σβήσουν οἱ δίφθογγοι καὶ τὸ ω. Νὰ σβήση ἡ ἱστορία τῶν λέξεων, οἱ συσχετισμοί τους μὲ ὡρισμένους κύκλους ὁμοειδῶν νοημάτων. Ἐγὼ ἀντιδρῶ. Εὔχομαι νὰ ἀργήσουν οἱ Ἕλληνες τοῦ μέλλοντος νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἱστορίας τους.
Καὶ δύο λέξεις γιὰ τοὺς τόνους. Οἱ τυπογράφοι γιὰ λόγους οἰκονομίας καὶ μερικοὶ σοφοὶ συνεπαρμένοι ἀπὸ τὴ σαγήνη ποὺ ἔχει κάθε νεωτερισμὸς στὶς τέχνες καὶ στὰ γράμματα, ὑποστηρίζουν τὴν ὁλοκληρωτικὴ κατάργηση τῶν τόνων. Τὰ ἐπιχειρήματα βροχή. Οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν τόνους. Ἀλλὰ γιὰ τὴ διευκόλυνση τῶν πραγμάτων οἱ βυζαντινοὶ βάλαν τόνους καὶ μὲ τὴν ἐφεύρεση τῆς τυπογραφίας αὐτὴ ἡ διευκόλυνση καθιερώθηκε. Καὶ εἴπαμε, προκειμένου νὰ νεάσωμε νὰ ἀρνηθοῦμε μιὰ διευκόλυνση ποὺ ἰσχύει μισὴ χιλιετηρίδα καὶ ἀντὶ τόνους νὰ βάζωμε κουκκίδες. Σύμφωνοι. Σύμφωνοι ἐπίσης στὴν κατάργηση τῆς βαρείας γιατὶ ἔσβησε ἀπὸ μόνη της. Περιττεύει καὶ ἡ ψιλή, διότι εἶναι αὐτονόητη. Ἀλλὰ ἡ δασεία; Ἡ δασεία δὲν εἶναι πνεῦμα, εἶναι γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου. Εἶναι τὸ h τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. Νὰ βάλλωμε κουκκίδα ἀντὶ τὸ ῾ τί τὸ ὄφελος; Ὅλες οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες διατηροῦν τὴ δασεία. Ὅλες λένε Hellas καὶ ὄχι Elas, hybride καὶ ὄχι ibrid, hypothèse καὶ ὄχι ipoteze. Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ τόσος ζῆλος νὰ προηγηθοῦμε στὴν κατάργηση ἑνὸς στοιχείου ποὺ θυμίζει τὴν ἑλληνικότητα αὐτῶν τῶν λέξεων, τὴν ἱστορία τους, τὴν οἰκογένεια νοημάτων μὲ τὰ ὁποῖα συνδέεται;
Ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἁπλὸς ἀντάρτης καλαμαράς. Ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνει νὰ ὑποταγῶ στὰ σοφὰ δόγματά τους ἕνα ἀνελέητο, βαθύτατα ριζωμένο γλωσσικὸ ἔνστικτο, ἕνα αἰσθητήριο αἰσθητικό, καὶ ἱστορικό, ἴσως ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ νυκτοφύλακα, ποὺ κάποιοι ἀνώνυμοι πρόγονοι τὸν βάλαν νὰ φυλάη μερικὰ κειμήλια τῆς ἱστορικῆς των συνείδησης.
Ἂς μοῦ συγχωρέσουν οἱ σοφοὶ τὴν ξεροκεφαλιά μου καὶ τὴν ξεπερασμένη γλωσσική μου ἰδιοσυγκρασία.
Αθήνα 1988